λεγεώνα

Greek Monolingual

και λεγεών, η (AM λεγεών, λεγεῶνος, ἡ και ὁ)
1. (στους αρχαίους Ρωμαίους) στρατιωτική μονάδα την οποία αποτελούσαν επτά περίπου χιλιάδες στρατιώτες («παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεώνας ἀγγέλων», ΚΔ)
2. συνεκδ. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, πλήθος
νεοελλ.
1. στρατιωτικό σώμα από εθελοντές ή μισθοφόρους ξένης καταγωγής («Λεγεώνα τών Ξένων» — μισθοφορικό γαλλικό στρατιωτικό σώμα στην Αφρική)
2. φρ. α) «Λεγεώνα της Τιμής» — τάξη γαλλικών παρασήμων
β. «Λεγεώνα τών Φιλελλήνων» — σώμα αλλοεθνών φιλελλήλων που πολέμησαν μαζί με τους Έλληνες κατά την επανάσταση του 1821 και κατά τον πόλεμο του 1897.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legio, -onis < λατ. lego «συλλέγω»].

Translations

legion

Afrikaans: legioen; Albanian: legjion; Arabic: فَيْلَق; Aramaic Hebrew: לגיונא; Syriac: ܠܓܝܘܢܐ; Armenian: լեգեոն; Azerbaijani: legion; Belarusian: легіён; Bulgarian: легион; Catalan: legió; Chinese Mandarin: 軍團, 军团, 古羅馬軍團, 古罗马军团, 兵團, 兵团; Coptic: ⲗⲉⲅⲉⲱⲛ; Czech: legie; Danish: legion; Dutch: legioen; Esperanto: legio; Estonian: leegion; Finnish: legioona; French: légion; Georgian: ლეგიონი; German: Legion; Greek: λεγεώνα; Ancient Greek: λεγεών; Hebrew: לִגְיוֹן; Hindi: लीजन; Hungarian: légió; Ido: legiono; Indonesian: legiun; Irish: léigiún; Italian: legione; Japanese: レギオン, 軍団, 部隊; Korean: 군단(軍團), 부대(部隊); Latin: legio; Latvian: leģions; Lithuanian: legionas; Macedonian: легија; Maltese: leġjun; Mongolian Cyrillic: легион; Norwegian Bokmål: legion; Nynorsk: legion; Persian Iranian Persian: لِژْیون; Polish: legion; Portuguese: legião; Romanian: legiune; Russian: легион; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑гија; Roman: lȇgija; Slovak: légia; Slovene: legija; Spanish: legión; Swedish: legion; Turkish: lejyon; Ukrainian: легіон; Urdu: لِیجَن; Uzbek: legion, legion; Vietnamese: binh đoàn; Volapük: legion; West Frisian: legioen; Yiddish: לעגיאָן; Zazaki: lejyon, lejkar