λειόχρως

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, smooth-skinned, Arist. ap. Ath.7.312f (ὁμόχρους codd.Arist.HA543a25).

German (Pape)

[Seite 24] mit glatter Haut, las Ath. VII, 312 f bei Arist. H. A. 5, 9, wo jetzt ὁμόχρως steht.

Russian (Dvoretsky)

λειόχρως: ωτος adj. с гладкой кожей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λειόχρως: -ωτος, ἔχων λείαν ἐπιδερμίδα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 312F, ἔνθα ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3) ἔχομεν ὁμόχρους.

Greek Monolingual

λειόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτόχρως, τρυφερόχρως].