τρυφερόχρως
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
ων, gen. ωτος, of tender skin or hue, Dsc.1.69, Orib. Fr.118.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερόχρως: -ωτος, καὶ τρυφερο-χρώς, ῶτος, ὁ ἔχων τρυφερόν, ἁπαλὸν δέρμα, Διοσκ. 1. 86.
Greek Monolingual
-ων, και ως ουσ. τρυφερόχρως, -ωτος και τρυφεροχρώς, -ῶτος, ὁ και ἡ, Α, και τρυφερόχρους, -ουν, Μ
μσν.
αυτός που έχει ωραίο χρώμα
αρχ.
αυτός που έχει απαλό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -χρως / -χρους (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρως / -χρους].