τρυφερόχρως

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφερόχρως Medium diacritics: τρυφερόχρως Low diacritics: τρυφερόχρως Capitals: ΤΡΥΦΕΡΟΧΡΩΣ
Transliteration A: trypheróchrōs Transliteration B: trypherochrōs Transliteration C: tryferochros Beta Code: trufero/xrws

English (LSJ)

ων, gen. ωτος, of tender skin or hue, Dsc.1.69, Orib. Fr.118.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφερόχρως: -ωτος, καὶ τρυφερο-χρώς, ῶτος, ὁ ἔχων τρυφερόν, ἁπαλὸν δέρμα, Διοσκ. 1. 86.

Greek Monolingual

-ων, και ως ουσ. τρυφερόχρως, -ωτος και τρυφεροχρώς, -ῶτος, ὁ και ἡ, Α, και τρυφερόχρους, -ουν, Μ
μσν.
αυτός που έχει ωραίο χρώμα
αρχ.
αυτός που έχει απαλό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -χρως / -χρους (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρως / -χρους].

German (Pape)

ων, mit zarter, weicher Haut, Farbe, Diosc.