λεκάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of λέκος, little dish, X.Cyr.1.3.4 (v.l. -άνια, pl.), Herm.Hist.2, Gal.18(1).240, Poll.10.86.

German (Pape)

[Seite 27] τό, dim. von λέκος; Poll. 10, 86; Ath. IV, 149 f.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit plat, écuelle.
Étymologie: dim. de λέκος.

Greek (Liddell-Scott)

λεκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λέκος, μικρὸν πινάκιον, Ἀθήν. 149F, Πολυδ. Ι΄, 86.

Greek Monolingual

λεκάριον, τὸ (Α) λέκος
μικρό πιάτο, πιατάκι.