λεκιάζω

Greek Monolingual

λεκές
1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνωμόλις το 'βαλες το λέκιασες το πουκάμισο»)
2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι
3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου.