λεκές1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνω («μόλις το 'βαλες το λέκιασες το πουκάμισο»)2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου.