λεκές
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
Greek Monolingual
ο
1. κηλίδα σε ρούχο, που γίνεται συνήθως από λιπαρή ουσία
2. ό,τι προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη κάποιου
3. άνθρωπος που η συναναστροφή μαζί του προκαλεί ηθική μείωση
4. παροιμ. «λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι» — λέγεται για δυστυχήματα ή ελαττώματα που διορθώνονται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leke].