Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεκές

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

ο
1. κηλίδα σε ρούχο, που γίνεται συνήθως από λιπαρή ουσία
2. ό,τι προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη κάποιου
3. άνθρωπος που η συναναστροφή μαζί του προκαλεί ηθική μείωση
4. παροιμ. «λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι» — λέγεται για δυστυχήματα ή ελαττώματα που διορθώνονται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leke].