λεκές

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

ο
1. κηλίδα σε ρούχο, που γίνεται συνήθως από λιπαρή ουσία
2. ό,τι προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη κάποιου
3. άνθρωπος που η συναναστροφή μαζί του προκαλεί ηθική μείωση
4. παροιμ. «λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι» — λέγεται για δυστυχήματα ή ελαττώματα που διορθώνονται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leke].