οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
ῥυπαίνω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι ρυπαρό, βρόμικο, το λερώνω
2. μτφ. προσάπτω όνειδος, κηλιδώνω, σπιλώνω
νεοελλ.
μολύνω («οι βιομηχανίες και τα αυτοκίνητα ρυπαίνουν το περιβάλλον»)
αρχ.
1. ασχημίζω
2. μτφ. μολύνω με μεταδοτική νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].