λεμβοστάσιο

Greek Monolingual

το
μέρος στεγασμένο σε ναύσταθμο για την αγκυροβόληση τών λέμβων, αλλ. λεμβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακοστάσιο, λεβητοστάσιο].