κλιμακοστάσιο

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

το
ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονοστάσιο, ζυγοστάσιο].