κλιμακοστάσιο

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το
ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονοστάσιο, ζυγοστάσιο].