λεξιγράφος
German (Pape)
[Seite 28] der ein Wörterbuch schreibt, B. A. 1094.
Greek Monolingual
ο, η (Α λεξιγράφος και λεξογράφος)
αυτός που ασχολείται με την καταγραφή λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + -γράφος (< γράφω), πρβλ. γεωγράφος, τοιχογράφος.
[Seite 28] der ein Wörterbuch schreibt, B. A. 1094.
ο, η (Α λεξιγράφος και λεξογράφος)
αυτός που ασχολείται με την καταγραφή λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + -γράφος (< γράφω), πρβλ. γεωγράφος, τοιχογράφος.