λεπτυσμός

English (LSJ)

ὁ, thinning, Hp.Epid.6.3.16; τριχῶν Dsc.5.112; especially of the line of battle, Ael.Tact.38.3.

German (Pape)

[Seite 32] ὁ, = λέπτυνσις, Sp., bes. von den Reihen der Soldaten, Arr. tact. 49; vgl. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτυσμός: ὁ, λέπτυνσις, ἀραίωσις, Ἱππ. 1176Α· μάλιστα ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, Αἰλιαν. Τακτ. 49.

Greek Monolingual

λεπτυσμός, ὁ (Α) λεπτύνω
1. το αποτέλεσμα του λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση
2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωσηλεπτυσμός
ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ' ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.).