λέπτυνση
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
η (AM λέπτυνσις, -εως, ιων. γεν. -ιος) λεπτύνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λεπτύνω, εκλέπτυνση («η λέπτυνση του σύρματος»)
2. αδυνάτισμα, εξασθένιση, απίσχνανση.