λεύκινος

English (LSJ)

η, ον,
A (λεύκη II) of white poplar, στέφανοι Arist.Oec.1353b27; μύρον Gal.13.631.
2 of soldiers, decorated with chaplets of white poplar, OGI266.14 (Pergam., iii B.C.).
II (λευκαία 1) of hemp, σχοινία Hsch. s.v. μασχάλην.

German (Pape)

[Seite 33] von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.

Russian (Dvoretsky)

λεύκῐνος: λεύκη 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεύκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε λευκαία Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / Α λεύκινος, -ίνη, -ον λεύκη
φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της
αρχ.
(για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα.
(II)
λεύκινος, -ίνη, -ον (Α) λευκαία
κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία, από σχοινί.