ληκτικός

English (LSJ)

ληκτική, ληκτικόν, causing to cease, ὀδύνης v.l. in Hp.Liqu.6; terminal, (συλλαβαί) A.D. Synt.7.10; ζῴδιον Cat.Cod.Astr.7.194.18 (Rhetor.ex Teucro).

German (Pape)

[Seite 39] das Ende betreffend, B. A. p. 816.

Greek (Liddell-Scott)

ληκτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ τέλος εὑρισκόμενος, ἐπὶ γραμμάτων ληκτικὸν εἶναι τὸ ἐν τέλει τῆς λέξεως εὑρισκόμενον γράμμα, π. χ. ἐν τῇ λέξει ῥήτωρ τὸ ρ εἶναι ληκτικόν, Α. Β. 816, 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ληκτικός, -ή, -όν) λήγω
αυτός ο οποίος βρίσκεται στο τέλος, τελικός, καταληκτικός (α. «ληκτικό σύμφωνο» β. «ληκτικαὶ συλλαβαί», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει τέρμα σε κάτι («ληκτικὸς ὀδύνης», Ιπποκρ.).