λῃστρίς, -ίδος, ἡ (Α)ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τρίς < ληΐς, -ίδος (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τρις (πρβλ. ζωστρίς, θερμαστρίς)].