λῃστρίς
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ίδος, ἡ, fem. of λῃστρικός, νῆες λ. pirate vessels, D. 52.5, cf. DS. 16.5, Plu. Nic. 29, etc.; λ. γυνή Id. Thes. 9, cf. Herod. 6.10.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de brigand ou de pirate ; ναῦς λῃστρίς ou simpl. ἡ λῃστρίς navire de pirate ; λῃστρὶς γυνή PLUT voleuse, femme vivant de brigandage.
Étymologie: contr. de ληϊστρίς, de ληΐζομαι.
German (Pape)
ίδος, ἡ, = λήστειρα, γυνή, Plut. Thes. 9; νῆες, Dem. 52.5 und Sp., wie DS. 16.5.
Russian (Dvoretsky)
λῃστρίς: ίδος (ῐδ) adj. f
1) разбойничья, пиратская (ναῦς Dem.);
2) живущая грабежом (γυνή Plut.).
ίδος ἡ (sc. ναῦς) разбойничье судно Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λῃστρίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ προηγ., ναῦς λ., πειρατικὸν πλοῖον, Δημ. 1237. 10, Διόδ. 16. 5, Πλουτ. Πομπ. 24, κτλ.· λ. γυνὴ Πλουτ. Θησ. 9· λῃστρὶ (κλητ.) Ἡρώνδα Μιμίαμβοι 6. 10.
Greek Monolingual
λῃστρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τρίς < ληΐς, -ίδος (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τρις (πρβλ. ζωστρίς, θερμαστρίς)].
Greek Monotonic
λῃστρίς: -ίδος, ἡ, ανώμ. θηλ. του προηγ., ναῦς λῃστρίς, πειρατικό πλοίο, σε Δημ., κ.λπ.
Middle Liddell
λῃστρίς, ίδος [pecul. fem. of λῃστρικός
ναῦς λ. a pirate vessel, Dem., etc.