λιβάδι

Greek Monolingual

το (AM λιβάδιον, Μ και λιβάδι και λιβάδιν) λιβάς
νεοελλ.-μσν.
1. έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση και η οποία χρησιμοποιείται για παραγωγή χορτονομής ή βόσκεται από τα ζώα (α. «φυσικά λιβάδια» β. «τεχνητά λιβάδια» γ. «προσωρινά λιβάδια»)
2. υγρός τόπος
3. αβαθής και μικρή λιμνοθάλασσα όπου εκτρέφονται ψάρια, είδος ιχθυοτροφείου
4. φρ. «πιάνω λιβάδι» — επιστρέφω στα κτήματα μου (Φορτουν.)
αρχ.
1. μικρή πηγή («ὀρύττοντες παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐντυγχάνουσι ποτίμοις λιβαδίοις», Πλούτ.)
2. μικρό ρυάκι
3. το φυτό μικρό κενταύριο.