ά, όν, = ὑγρός, Hp. ap. Gal.19.118, EM564.50.
[Seite 42] = λιβρός, Galen.
λῐβηρός: -ά, -όν, = λιβρός, δίυγρος, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49.
λιβηρός, -ά, -όν (Α)υγρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ηχηρός, μοχθηρός)].