λιγυηχής

English (LSJ)

λιγυηχές, poet. λιγυαχής, clear-sounding, κιθάρη AP9.308 (Bianor); Μοῦσαι Ath.Mitt.27.339; dub. in B.Scol.Oxy.4.

German (Pape)

[Seite 43] ές, hell, laut tönend, κιθάρα, Bian. 8 (IX, 308), in der dorischen Form λιγυαχής, u. sp. D., wie νομῆες Nonn. D. 11, 147.

Russian (Dvoretsky)

λῐγῠηχής: дор. λῐγῠᾱχής 2 полнозвучный, певучий (κιθάρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυηχής: -ές, λιγυρῶς ἠχῶν, κιθάρη Ἀνθ. Π. 9. 308.

Greek Monolingual

λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, -ές (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυηχής, οξυηχής].

Greek Monotonic

λῐγυηχής: -ές (ἦχος), αυτός που αντηχεί με ευκρίνεια, κιθάρη, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐγυ-ηχής, ές ἦχος
clear-sounding, κιθάρη Anth.