λιθοβολία
English (LSJ)
ἡ,
A throwing of stones, Hp. Fract.2 (pl., v.l. for λιθοβόλησις), D.S.3.49.
II stoning, Sch. A.Eu.189.
III neut. pl. λιθοβόλια, τά, festival at Troezen, Paus. 2.32.2.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, das Steinwerfen, Steinigen; D. Sic. 3, 49; Schol. Aesch. Eum. 189.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοβολία: ἡ забрасывание (врага) камнями, камнеметание Diod.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοβολία: ἡ, τὸ ῥίπτειν λίθους, Ἱππ. Ἀγμ. 751, Διόδ. 3. 49. ΙΙ. τὸ διὰ λίθων φονεύειν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 189, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ λευσμός.
Greek Monolingual
η (AM λιθοβολία) λιθοβολώ
1. η βολή λίθων
2. η θανάτωση με πετροβόλημα
νεοελλ.
αθλητικό αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει λίθο, κν. λιθάρι.