λιμνηστρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἀδάρκη, Androm. ap. Gal. 13.1036; gen. sg. λημνίτιδος (sic) Herod.Med. in Rh.Mus. 58.101.

Greek Monolingual

λιμνηστρίς, -ίδος, γεν. και λημνίτιδος, ἡ (Α)
λιμνησία, αδάρκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμνηστήρ + επίθ. -τρις (πρβλ. αρυστήρ: αρυστρίς)].