λιμνομετρία

Greek Monolingual

η
η μέτρηση τών περιοδικών μεταβολών της στάθμης του ύδατος τών λιμνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -μετρία (< -μετρος < μέτρον), πρβλ. γεωμετρία, τριγωνομετρία].