τριγωνομετρία
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
Greek Monolingual
η, Ν
1. μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών που ασχολείται με τη μελέτη ειδικών συναρτήσεων τών γωνιών και με τις εφαρμογές τους σε υπολογισμούς στη γεωμετρία
2. φρ. α) «επίπεδη τριγωνομετρία» — τριγωνομετρία που αναφέρεται σε επίπεδα τρίγωνα ή, γενικά, σε επίπεδα σχήματα
β) «σφαιρική τριγωνομετρία» — τριγωνομετρία που αναφέρεται στα σφαιρικά τρίγωνα και γενικά στα σχήματα που σχηματίζονται από τόξα μέγιστων κύκλων μιας σφαίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριγωνομέτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1749 στους Μεθ. Ανθρακίτη και Μπαλ. Βασιλόπουλο].