λιμνοσώματος

English (LSJ)

λιμνοσώματον, marsh-bodied, ἐγχέλεις Eub.37 (s. v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοσώμᾰτος: -ον, ἔχων τὸ σῶμα ἐντὸς λίμνης ἢ ἕλους, λ. ἐγχέλεις, ἴδε λειοσώματος.

Greek Monolingual

λιμνοσώματος, -ον (Α)
(για ψάρι) αυτός που ζει μέσα σε λίμνες.