λειοσώματος

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

German (Pape)

[Seite 24] Verbesserung für λιμνοσώματος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λειοσώματος: -ον, ἔχων σῶμα λεῖον, ἔγχελυς Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2 (κατὰ Valck. ἀντὶ λιμνοσώματος), πρβλ. λεῖος ἐν ἀρχῇ.

Greek Monolingual

λειοσώματος, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως ψάρια) αυτός που έχει λείο, γλιστερό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -σώματος(< σῶμα), πρβλ. απαλοσώματος, τρισώματος].