λιμπίζομαι

Greek Monolingual

λιμπίζομαι και λιμβίζομαι)
αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια»)
νεοελλ.
φρ. «τί του λιμπίστηκε» ή «τί της λιμπίστηκε» — λέγεται για κάποιον ή κάποια που ερωτεύεται ή παντρεύεται κάποια άσχημη ή κάποιον άσχημο
μσν.
ενεργ. λιμβίζω ή λιμπίζω
προκαλώ σε κάποιον επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμβός (Ι) «λαίμαργος»].