λινόζευκτος

English (LSJ)

δεσμός flaxen bond, Opp.H.4.79.

German (Pape)

[Seite 49] mit flächsenen Fäden verbunden, δεσμός, Opp. Hal. 4, 79.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόζευκτος: -ον, συνδέων διὰ λινῶν σχοινίων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 79.

Greek Monolingual

λινόζευκτος, -ον (Α)
συνδεδεμένος με λινές κλωστές («λινόζευκτος δεσμός», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφίζευκτος, τετράζευκτος].