Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λιποδυστροφία
Greek Monolingual
η (βιολ.-ιατρ.) διαταραχή του μεταβολισμού τών λιπών η οποία προκαλεί απώλεια λίπους από τους ιστούς και αποτελεί δυστροφία του λιπώδους ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipodystrophy<lip(o)- (<λίπος) +dystrophy (<δυστροφία)].