λογίατρος

English (LSJ)

ὁ, a physician only in words, Gal.Libr.Propr.1, Id.15.159, al.:—hence λογιατρεία, ἡ, Ph.1.526 (v.l. λογοιατρεία).

Greek (Liddell-Scott)

λογίατρος: ὁ, ἐν λόγοις μόνον ἰατρός, Γαλην. τ. 8, σ. 670F· - ὅθεν λογοϊατρεία, ἡ, Φίλων 1. 526.

Greek Monolingual

λογίατρος, ὁ (Α)
γιατρός μόνο στα λόγια, ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + ἰατρός (< ἰῶμαι)].

German (Pape)

ὁ, Arzt in Worten, mit dem Munde, der die Arzneikunst nicht ausübt, Sp.