ψευτογιατρός

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που κάνει τον γιατρό, χωρίς να έχει σπουδάσει ιατρική, κομπογιαννίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ- του ψεύτης + γιατρός].