λογόφιλος
English (LSJ)
ον, fond of argument, opp. φιλόλογος, Zeno Stoic. 1.67.
Greek Monolingual
λογόφιλος, -ον (Α)
λογοφίλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρόφιλος, χρηστόφιλος].
German (Pape)
wortliebend, geschwätzig, Zeno bei Stob. fl. 36.26.