χρηστόφιλος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστόφῐλος Medium diacritics: χρηστόφιλος Low diacritics: χρηστόφιλος Capitals: ΧΡΗΣΤΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: chrēstóphilos Transliteration B: chrēstophilos Transliteration C: christofilos Beta Code: xrhsto/filos

English (LSJ)

χρηστόφιλον,
A possessed of good friends, ib.38.
II trusty friend, opp. κακόφιλος, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).146.

German (Pape)

[Seite 1376] gute Menschen od. Handlungen liebend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les gens de bien.
Étymologie: χρηστός, φίλος.

Russian (Dvoretsky)

χρηστόφῐλος: любящий добрых людей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστόφῐλος: -ον, ᾧ χρηστοὶ ἄνδρες φίλοι, ὁ ἔχων φίλους χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους
2. έμπιστος φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -φίλος (< φίλος), πρβλ. πονηρόφιλος].

Greek Monotonic

χρηστόφῐλος: -ον, αυτός που έχει καλούς φίλους, σε Αριστ.

Middle Liddell

χρηστό-φῐλος, ον,
possessed of good friends, Arist.