λοξοβάτης
English (LSJ)
= λοξοβάμων, going obliquely, walking slantwise, walking sideways, Batr.295.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui marche obliquement.
Étymologie: λοξός, βαίνω.
German (Pape)
ὁ, schräg, in die Quere gehend, wie der Krebs, Batrach. 297.
Russian (Dvoretsky)
λοξοβάτης: идущий косо, с косой походкой (καρκίνοι Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
λοξοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Βατραχομυομ. 297.
Greek Monolingual
λοξοβάτης, ὁ (Α)
λοξοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βάτης (< βαίνω) (πρβλ. επιβάτης, παραβάτης)].
Greek Monotonic
λοξοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βῆμα), αυτός που περπατάει πλαγίως (σαν τον κάβουρα), σε Βατραχομ.