Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λοσιόν
Greek Monolingual
η υγρό, αλκαλούχο ή όχι, σκεύασμα για την περιποίηση του δέρματος και τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lotion (< λατ. lotion, -onis «πλύση» <lotus, lautus, μτχ. παρακμ. του λατ. lavo «πλύνω»)].