λοχαγώ

Greek Monolingual

λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) λοχαγός
1. διοικώ λόχο, στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν συνήθως από 100 άνδρες («ἐπεὶ εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν ἡμῖν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», Ξεν.)
2. απαρτίζομαι από λοχαγούς.