λυδοπαθής

English (LSJ)

ές, voluptuous as a Lydian, Anacr. 155.

Greek Monolingual

λυδοπαθής, -ές (Α)
ηδυπαθής σαν Λυδός, επιρρεπής στα σαρκικά πάθη, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + -παθής (< πάθος)].

Russian (Dvoretsky)

λῡδοπᾰθής: по-лидийски изнеженный, преданный наслаждениям Anacr.

German (Pape)

[ῡ], ές, weichlich und schwelgerisch, wie ein Lyder, nach ἡδυπαθής gebildet, Anacr. bei Schol. Aesch. Pers. 41; auch Ath. XV.600c erwähnt.