λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρωδός, τραγωδός].