λυσίπονος

English (LSJ)

λυσίπονον, releasing from toil, labour-lightening, θεράποντες Pi.P.4.41; λ. τελευτά death that frees from care, Id.Fr.131.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des chagrins ou des soucis (mort, sommeil, etc.).
Étymologie: λύω, πόνος.

German (Pape)

[ῡ], Mühsal, Kummer lösend, stillend; τελευτή, Pind. frg. 96; ὕπνος, Nonn. D. 27.1; andere Spätere; auch θεράποντες, die Diener, welche Anderen die Arbeit abnehmen, erleichtern, Pind. P. 4.41, wo Andere minder gut »in der Arbeit erschlaffende, lässig werdende« erklären.

Russian (Dvoretsky)

λῡσίπονος: (ῐ) освобождающий от трудов (θεράποντες Pind.; ὕπνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίπονος: -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ θάνατος ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσίπονος, -ον)
αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον
κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόνος (πρβλ. δορίπονος, παυσίπονος)].

Greek Monotonic

λῡσίπονος: [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λῡσί-πονος, ον
releasing from toil, Pind.