λυσσάρης
Greek Monolingual
και λυσσιάρης, -άρα, -ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, -άρα, -ικο)
αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
νεοελλ.
1. αυτός που οργίζεται εύκολα
2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -(ι)άρης (πρβλ. κατεργάρης, πεισματάρης)].