λωβηρός

Greek Monolingual

λωβηρός, -ά, -όν (Α)
βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ανθηρός, λυπηρός)].