λωφήιος

Greek (Liddell-Scott)

λωφήιος: -α, -ον, ἀνακουφίζων, παρέχων ἀνακούφισιν, λ. ἱερά, θυσίαι ἱλαστήριοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 485.

Greek Monolingual

λωφήϊος, -ΐα, -ον (Α)
αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ- του λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. κρηνήιος, ποιμνήιος)].

Middle Liddell

λωφήιος, η, ον [from λωφάω
relieving, λ. ἱερά expiatory offerings, Apoll.