-ατος, τό, = ὀθόνιον, Sch.Ar.Ach.1175; cf. λαμπάδιον II.1.
[Seite 74] τό, = ὀθόνιον, ἔμμοτον, Schol. Ar. Av. 1175.
λύχνωμα: τό, μοτός, ξαντόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1175· πρβλ. λαμπάδιον.
λύχνωμα, τὸ (Α) λύχνοςτο οθόνιον.