λαμπάδιον

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰ́διον Medium diacritics: λαμπάδιον Low diacritics: λαμπάδιον Capitals: ΛΑΜΠΑΔΙΟΝ
Transliteration A: lampádion Transliteration B: lampadion Transliteration C: lampadion Beta Code: lampa/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of λαμπάς,
A small torch, λαμπάδια ἔχοντες διαδώσουσιν ἀλλήλοις, of the torch-race, Pl.R.328a, cf. λαμπάς (A) 11.2; λαβὼν στέφανον… καὶ λ. Plu.Pyrrh.13, etc.
2 bowl of a lamp, LXX Ex.38.16 (37.19), Za.4.2.
II lint for wounds, Ar.Ach. 1177, D.C.68.8.
2 topknot, coiffure of Theban women, Dicaearch. 1.19.
3 kind of comic mask, Poll.4.151, 154, Hld.10.39.

German (Pape)

[Seite 12] τό, dim. von λαμπάς, eine kleine Fackel, Plat. Rep. I, 328 a; Ath. VI, 268 d; Plut. Pyrrh. 13 u. a. Sp. – Binde, Verband, Ar. Ach. 1176; D. Cass. 68, 8. – Eine Art Haarflechte, welche die thebanischen Frauen auf dem Wirbel trugen, Dicaearch. p. 16; eine komische Maske, Poll. 4, 154.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit flambeau.
Étymologie: λαμπάς.

Russian (Dvoretsky)

λαμπάδιον: (ᾰ) τό
1 небольшой факел Plat., Plut.;
2 перевязочный материал, бинт Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπάδιον: [ᾰδ], τό, ὑποκορ. τοῦ λαμπάς, μικρὰ λαμπάς, λαμπάδια ἔχοντες διαδώσουσιν ἀλλήλοις, μεταφορ., ἐκ τῆς λαμπαδηδρομίας, Πλάτ. Πολ. 328Α, πρβλ. λαμπὰς ΙΙ. 2· λαβὼν στέφανον... καὶ λ. Πλουτ. Πύρρ. 13, κτλ. ΙΙ. ἐπίδεσμος τραυμάτων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1177, Δίων Κ. 68. 8. 2) ταινία πρὸς ἀνάδεσιν τῆς κόμης, ἐν χρήσει παρὰ ταῖς Θηβαίαις γυναιξί, Δείναρχ. σ. 16 Huds. 3) εἶδος κωμικοῦ προσωπείου, Πολυδ. Δ΄, 151, 154.

Greek Monolingual

λαμπάδιον, τὸ (ΑM) λαμπάς
μικρή λαμπάδα («λαβὼν στέφανον τῶν ἑώλων καὶ λαμπάδιον... πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐκώμαζεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. μαντήλι («καὶ ἰδοὺ λυχνία χρυσῆ ὅλη καὶ τὸ λαμπάδιον ἐπάνω αὑτῆς», ΠΔ)
2. επίδεσμος τραύματος
3. (στη Θήβα) ταινία για δέσιμο τών γυναικείων μαλλιών
4. είδος κωμικού προσωπείου.

Greek Monotonic

λαμπάδιον: [ᾰδ], τό,
I. υποκορ. του λαμπάς, μικρή λαμπάδα, σε Πλάτ.
II. επίδεσμος για τραύματα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λαμπᾰ́διον, ου, τό, [Dim. of λαμπάς]
I. a small torch, Plat.
II. a bandage for wounds, Ar.