μέταρσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, transplantation, Thphr. CP 1.4.2: ὀμμάτων μετάρσεσι is f.l. in Gal.Parv.Pil. 2.
German (Pape)
[Seite 153] ἡ, das Erheben, das Wegheben u. auf einen andern Ort Hinsetzen, Versetzung, Verpflanzung, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μέταρσις: -εως, ἡ, μεταφύτευσις, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 4, 2.
Greek Monolingual
μέταρσις, ἡ (Α) μεταίρω
η άρση και η μετάθεση σε άλλο τόπο, μεταφύτευση
2. (γενικά) η άρση, το σήκωμα.