Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μαγκούρα
Greek Monolingual
η 1. χοντρό ραβδί με γυριστή λαβή, βακτηρία 2.φρ. «έγινε σαν μαγκούρα» — κυρτώθηκε, στράβωσε. [ΕΤΥΜΟΛ.< μτγν. μακκούρα. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «ξύλο τριγωνικό που το τοποθετούσαν στον λαιμό τών ζώων για να μην μπαίνουν σε ξένα κτήματα»].