μακροβούτι

Greek Monolingual

το
1. κατάδυση, βουτιά από ψηλά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια του νερού για μεγάλη απόσταση
2. μτφ. κατάχρηση, κλοπή, λαθρεμπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βούτι (< βουτώ)].