μακροπώγων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, long-bearded, name of a tribe, Str.11.2.1.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
à la longue barbe.
Étymologie: μακρός, πώγων.
Greek (Liddell-Scott)
μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.
Greek Monolingual
ο (Α μακροπώγων,-ωνος)
αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες
ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. βαθυπώγων, τραγοπώγων)].
Greek Monotonic
μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ μούσι, σε Στράβ.
Middle Liddell
German (Pape)
ωνος, langbärtig, Poll. 4.143.