μακρόπνοια
English (LSJ)
ἡ, deep breathing, Antyll. ap. Orib.6.36.4, Gal.7.836; op. βραχύπνοια.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπνοια: ἡ, μακρὰ ἀναπνοή, Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. 127 Matth.
Greek Monolingual
η (Α μακρόπνοια) μακρόπνοος
μακρά αναπνοή, βαθιά ανάσα.
German (Pape)
ἡ, der lange Atem, Medic.