βραχύπνοια
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἡ, shortness of breath, op. μακρόπνοια Gal.7.836.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ respiración corta op. μακρόπνοια Gal.7.836, 941.
German (Pape)
[Seite 462] ἡ, das Kurzathmen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύπνοια: ἡ, βραχύτης, συντομία τῆς πνοῆς, Γαλην.· -ῥῆμ. –πνοέω, ἐν Ὀρειβασ. σ. 108· -βρᾰχύπνοος, ον, συνῃρημ. –πνους, ουν, βραχεῖαν ἔχων πνοήν, Ἱππ. Ἐπιδ. Γ΄, 1115.
Greek Monolingual
η (Α βραχύπνοια) βραχύπνους
αδύνατη και αργή αναπνοή.