Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μαλαγάνα
Greek Monolingual
η, και μολαγάνας, ο αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή αγάπη, ο γαλίφης. [ΕΤΥΜΟΛ.< ισπ. malagana. Ο τ. μαλαγάνας<μαλαγάνα, με αλλαγή γένους (πρβλ. μάγκα > μάγκας)].